Λίγα λόγια για τους Timetrap

με αφορμή μια συνέντευξη που δόθηκε τις προάλλες για μια ανεξάρτητη μουσική ομάδα. Την αναδημοσιεύω και εδώ για αρχειακούς λόγους.

Αρχίσαμε να παίζουμε πριν 15 χρόνια περίπου, κάποια στιγμή μας έφερε ο δρόμος και συναντήσαμε τους Χάσμα και πρώτα στην Αλιπέδου στα στούντιο του Πειραιά και μετέπειτα σε δικό μας χώρο, στο κέντρο, φτιάξαμε τους όρους για να παίζουμε και να δημιουργούμε μουσική. Με τον καιρό είχαμε μαζέψει ένα υλικό και το ηχογραφήσαμε το 2006. Αυτός ήταν και ο πρώτος δίσκος το “Waiting for the unexpected”. Τότε ήμασταν 4 άτομα, λίγο πιο μετά έφυγαν ο ντράμερ και ο μπασίστας, ήρθε καινούριος ντράμερ και αποφασίσαμε να μείνουμε τρίο, πρακτικά ο ένας κιθαρίστας έπιασε το μπάσο και δεν ξανακοίταξε πίσω. Το 2012 κυκλοφορήσαμε το “Who’s to blame”, το οποίο ηχογραφήσαμε σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στον χώρο μας και σε μεγάλο βαθμό αναλαμβάνοντας οι ίδιοι την ηχογράφηση. Μέχρι τότε είχαμε κλείσει ότι η μπάντα θα τραγουδάει Αγγλικά κάτι που προφανώς άλλαξε στην πορεία με την τελευταία δουλειά …

Τα ερεθίσματα που έχουμε είναι πολλά, και αυτό είναι άλλωστε και ένα χαρακτηριστικό της εποχής μας. Με τον αδερφό μου, θυμόμαστε την εποχή που έλεγε κάποιος ότι ακούει ένα μόνο είδος και μαζεύει κασέτες του τάδε ή δείνα συγκροτήματος. Προφανώς δεν ισχύει κάτι τέτοιο σήμερα. Θα έλεγα ότι ο ντράμερ έχει τις περισσότερο punk / hardcore επιρροές ο μπασίστας τις περισσότερο metal / stoner και εγώ φέρνω τις blues / rock. Αυτά βέβαια είναι προσεγγίσεις και στην πραγματικότητα υπάρχουν πολλά πάρε δώσε, ζυμώσεις, απορρίψεις και λογιών φιλτραρίσματα μεταξύ των ανθρώπων που φτιάχνουν μουσική.

Για το ύφος, αυτό που έχω να πω είναι ότι στα πρώτα χρόνια θυμάμαι να ήταν δεσπόζουσα η metal πλευρά της μπάντας. Στην συνέχεια μεταλλάχθηκε σε πιο hardcore με αρκετό ροκεντρολ και τώρα έχει πάρει μια τροπή σε πιο μουντούς / σκοτεινούς δρόμους.

Βασικά το δουλεύαμε αρκετό καιρό. Είχαμε κάτι πισωγυρίσματα με τις ηχογραφήσεις, το ξεκινήσαμε στον χώρο μας αλλά ένα δυο ατυχίες και αστοχίες δεν κατέστησαν δυνατή την συνέχιση της δουλειάς εκεί. Πήγαμε στο Ηχοβρύχιο του Γιώργη Παυλίδη, πρακτικά ξαναγράψαμε όλα τα όργανα εκτός των τυμπάνων και υστερα από σχεδόν τρία χρόνια το ολοκληρώσαμε. Το πλάνο ήταν για 10 τραγούδια, τελικά απορρίψαμε τα τρία. Μεγάλη βοήθεια πήραμε στο τέλος και από τον Νίκο (Σπείρα). Για κάποιο λόγο είχαμε κολλήσει στους στίχους, προφανώς και εξαιτίας της αλλαγής σε Ελληνικά που κάναμε στα μισά, και πραγματικά μας έδωσε ώθηση για να το κλείσουμε.

Είχαμε σχεδιάσει Αγγλικούς στίχους σε όλα εκτός από ένα. Όταν το δοκιμάσαμε στην ηχογράφηση, μας άρεσε και αποφασίσαμε να τα γυρίσουμε όλα σε ελληνικά. Προφανώς τα Αγγλικά τα πετάξαμε και ξαναγράφτηκαν στίχοι και φωνές σε σημεία. Ήταν περίπου ακαριαία η απόφαση, δεν το σκεφτήκαμε πάρα πολύ.

Δεν νομίζω να υπάρχει κεντρική ρότα ή τουλάχιστον δεν μπορώ να διακρίνω. Στο μεγάλο δίλημμα, τι γράφεις πρώτα, στίχους ή μουσική εμείς σίγουρα απαντάμε το δεύτερο! Φαίνεται να μας είναι πολύ πιο εύκολο να έχουμε ένα riff ή μια σύνθεση από ένα ποίημα. Όπως και να έχει, τα πρώτα χρόνια ήμασταν περισσότερο καταγγελτικοί αν μπορώ να πω κυρίως με κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις ενώ στα τελευταία έχουμε περισσότερο το προσωπικό στοιχείο.

Υπάρχουν πάντα λεπτομέρειες που δεν ακούει κανείς εκτός από αυτόν που έχει γράψει το κομμάτι, και συνήθως αυτές οι λεπτομέρειες είτε πρόκειται για όχι τόσο καλό παίξιμο είτε πρόκειται για μια όχι τόσο σωστή απόφαση, σου σπάνε τα νεύρα. Συνηθίζεις βέβαια, και το ακούς μετά από καιρό σαν να το έχει γράψει κάποιος τρίτος. Το οποίο είναι κατά βάση και αληθές. Αν άλλαζα κάτι, αυτό σίγουρα θα ήταν να το κυκλοφορούσαμε πιο γρήγορα. Νομίζω μερικές φορές ότι αξίζει περισσότερο αυτό από το να γυρνάς γύρω από μια παραγωγή ψάχνοντας κάτι καλύτερο ή το όποιο λάθος.

Πέρναμε καλά μαζί, είμαστε σχεδόν σαν οικογένεια, παίζουμε χρόνια και θέλουμε να παίζουμε όσο συνεχίζουμε να μας αρέσει. Για την ώρα, έχουμε ένα υποτυπώδες υλικό που δουλεύουμε και προσπαθούμε να του δώσουμε μια μορφή. Θα θέλαμε να αλλάξουμε τον τρόπο που ηχογραφούμε, να είναι live η ηχογράφηση και να μην διαρκέσει τόσα χρόνια η προετοιμασία. Κάποια στιγμή θα θέλαμε να πάμε και κάποιο μίνι τουρ στο εξωτερικό.

Υπάρχουν πολλές μπάντες που μας αρέσουν ή που ταιριάζουμε και έχουμε κάνει πράγματα μαζί ή έχουμε στήσει συναυλίες, κάποια συγκεκριμένη όμως δεν νομίζω να πω ότι υπάρχει.

Καταρχάς δεν ξέρω. Κατά δεύτερο αν κάτι κάνουμε καλά είναι ότι δουλεύουμε χωρίς πολλά λόγια, σε αυτό που μας αρέσει, για τους σκοπούς που μας ενδιαφέρουν και με τα άτομα που επιλέγουμε και μας επιλέγουν. Αυτή είναι η ουσία αυτής της μπάντας. Οπότε δεν βλέπω κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που κάνουμε και τώρα. Απλά θα το κάνουμε για όσο κρατήσει.

Η μπάντα ζυμώθηκε σε ένα συγκεκριμένο χώρο, απέκτησε ταυτότητα αυτοοργανωμένη και αντιεμπορευματική, στήριξε και στηρίζει αυτοοργανωμένα εγχειρήματα, καταλήψεις και δρώμενα με πολιτικό περιεχόμενο, οπότε η οπτική μας στα πράγματα της σκηνής περνάει από αυτά τα πρίσματα.

Οσο θυμόμαστε, η σκηνή είχε πολλές φάσεις και διακυμάνσεις. Για να μην μακρυγορήσουμε, θεωρούμε κομβικό το χτύπημα στην βιλα Αμαλίας, το οποίο με την σειρά του ανέδειξε πολλές αδυναμίες και προβληματικές της ευρύτερης σκηνής και με τον καιρό βλέπουμε ότι εμφανίζονται προτάσεις και λύσεις ή προσπάθειες για να ξεπεραστούν αυτές οι προβληματικές και οι αντιφάσεις.

Θεωρούμε σημαντικό τον κύκλο συζητήσεων που έχει ανοίξει για το diy και που είναι σε εξέλιξη αυτή την περίοδο. Πρόκειται για έναν κύκλο συζητήσεων που ξεκίνησε αρχικά σαν κάλεσμα σε κουβέντα από την μουσική κολλεκτίβα diskollectiv και εν συνεχεία εξελίχθηκε και εξελίσσεται ακόμα σε μια γενικότερη συζήτηση με την συμμετοχή ομάδων από όλη τον ελλαδικό χώρο.

Μέσα από την διαδρομή μας βιώσαμε την έννοια της αυτοοργάνωσης στην έκφραση, σε χώρους, σε δρώμενα στις μεταξύ μας σχέσεις. Θεωρώ ότι είναι από τα σημαντικότερα βιώματα που μπορώ να θυμάμαι παρόλο τις δυσκολίες την προσπάθεια και τους επιπλέον χρόνους που χρειάζεται να εφεύρει κανείς.